στραγγάλισμα

στραγγάλισμα
το, Ν [στραγγαλίζω]
στραγγαλισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στραγγαλισμός — στραγγαλισμός, ο και στραγγάλισμα, το 1. θανάτωση με περίσφιξη του λαιμού: Στην Ισπανία οι θανατικές εκτελέσεις γίνονταν με στραγγαλισμό. 2. παραποίηση και διαστροφή της αλήθειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”